- κοίλασμα
- το (Α κοίλασμα) [κοιλαίνω]η κοίλανση, το κοίλωμααρχ.1. αύλακα2. το εσωτερικό κοίλωμα λύχνου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοίλασμα — hollow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλάσμασι — κοίλασμα hollow neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλάσματι — κοίλασμα hollow neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλάσματος — κοίλασμα hollow neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)